- κανονίζω
- κανονίζωmeasurepres subj act 1st sgκανονίζωmeasurepres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κανονίζω — κανονίζω, κανόνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κανονίζω — (AM κανονίζω) [κανών] 1. ρυθμίζω, διευθετώ κάτι βάσει ορισμένου κανόνα, δηλ. υποδείγματος, μοντέλου, προτύπου, τακτοποιώ, ρυθμίζω 2. επιβάλλω ορισμένους κανόνες σε κάτι νεοελλ. 1. καθορίζω κάτι επακριβώς, με λεπτομέρειες («κανονίζω το πρόγραμμα… … Dictionary of Greek
κανονίζω — κανόνισα, κανονίστηκα, κανονισμένος 1. ρυθμίζω, τακτοποιώ: Κανόνισα την ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος. 2. καθορίζω ακριβώς: Κανόνισα το πρόγραμμα των εξετάσεων. 3. τιμωρώ κάποιον, τον συγυρίζω: Έννοια σου και θα σε κανονίσω εγώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κανονίσω — κανονίζω measure aor subj act 1st sg κανονίζω measure fut ind act 1st sg κανονίζω measure aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονίσῃ — κανονίζω measure aor subj mid 2nd sg κανονίζω measure aor subj act 3rd sg κανονίζω measure fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκανονισμένα — κανονίζω measure perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκανονισμένᾱ , κανονίζω measure perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκανονισμένᾱ , κανονίζω measure perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονιεῖ — κανονίζω measure fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) κανονίζω measure fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονιζομένων — κανονίζω measure pres part mp fem gen pl κανονίζω measure pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονιζόμενον — κανονίζω measure pres part mp masc acc sg κανονίζω measure pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονιζόντων — κανονίζω measure pres part act masc/neut gen pl κανονίζω measure pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)